ὑπερμέτρου

ὑπερμέτρου
ὑπέρμετρος
beyond all measure
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • υπερφόρτωση — η, Ν τοποθέτηση υπέρμετρου βάρους σε κάτι, τοποθέτηση βάρους περισσότερου από το κανονικό ή το επιτρεπόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερφορτώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερφόρτωσις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”